- τρίτομος
- η , ο [ος , ον ] трёхтомный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρίτομος — η, ο / τρίτομος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από τρεις τόμους («τρίτομο λεξικό») 2. το θηλ. ως ουσ. η τρίτομος βοτ. άλλη ονομασία τού γένους αγγειόσπερμων φυτών κνιφορία 1| αρχ. 1. κομμένος στα τρία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίτομον α)… … Dictionary of Greek
τρίτομος — η, ο αυτός που αποτελείται από τρεις τόμους (για βιβλία): Τρίτομη ιστορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίτομον — τρίτομος thrice cut masc/fem acc sg τρίτομος thrice cut neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτόμου — τρίτομος thrice cut masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτόμῳ — τρίτομος thrice cut masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
τρίτομον — τὸ, Α βλ. τρίτομος … Dictionary of Greek
τριτομίτης — ο, Ν (ορυκτ.) φθοριούχο, βοριοπυριτικό ορυκτό τού θορίου, τού δημητρίου, τού υττρίου, τού ασβεστίου, τού λανθανίου, τού διδυμίου και τού αργιλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tritomite < τρίτομος + κατάλ. ίτης] … Dictionary of Greek
Ελευθερουδάκης, Κώστας — (Αθήνα 1877 – 1962). Εκδότης και ιδρυτής του ομώνυμου οίκου. Φοίτησε στο ελληνικό και στο ρωσικό γυμνάσιο της Οδησσού και σπούδασε φιλολογία και οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Ρίγα, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτορας της φιλολογίας. Η… … Dictionary of Greek